Sunday 27 January, 2008

ταβερνοκουβέντες

Ο καρχαρίας βυθίστηκε
Στο μελάνι της σουπιάς
Και δόξασε τον ήλιο που χάθηκε
Από τα μάτια του

Πονάει πολύ η νηνεμία του
Αίματος
Πονάει πολύ και η αδιαφορία
Της νιότης
Μα πώς να μην αφεθώ
Στις δαγκάνες της καραβίδας
Και στα πλοκάμια του χταποδιού
Τις δαγκωματιές του νου
Να συλλαβίσω
Βοώντας,
Την ασφυξία της ύπαρξης
Να εξωραΐσω
Εκλιπαρώντας.





















Μίλα, μιλώντας στους κόκκους
Της νύχτας
Όνειρα να λες
Που να έχουν στρειδιού συνήθεια
-Να μην ανοίγουν-
Μονάχα τα χέρια να μπήγουν
Στις κόρες των δακρύων
Που γεννήθηκαν αναίτια
Από κλάμα γέλιου

Μίλα μιλώντας με όνειρα
Που να μην μιλάνε
Μονάχα να καίνε βουβά
Και να μας ξυπνάνε
Με τη θέρμη τους
Στην καρδιά των άστρων

Μίλα μιλώντας στους κόκκους
Της νύχτας με όνειρα
Και μην φοβάσαι
Μονάχα ζήτα
Σύμπαντα να χτίζουν
Από νότες ενστίκτου
Που θα διαφεύγουν
Του μύθου
Πλάθοντάς τον



















Σαπίλες έχουμε μονάχα στο μυαλό
Ρούφα τις δίχως δισταγμό
Με το τσιγκέλι της θλίψης δεν βγάζεις πολλά
Μονάχα αν κολυμβήσεις μες στα σκατά
Και αν μυρίζουν άσχημα μην σε λυπάσαι
Και αν τα τρως μην κάνεις εμετό
Και αν πληθαίνουν να θυμάσαι
Είναι η πρώτη ύλη της φύσης
Για κάθε δημιουργό.
Αν νομίζεις πως ο τελευταίος θα σε λυπηθεί
Στέλνοντας κατάρες, συμφορές
Και την έχθρα ως δύναμη παστρική
Φιλαράκο, θέλεις δεν θες
Εσύ είσαι θεός και θα πληρώσεις
Για κάθε χαμό με τον δικό σου χαμό
Στάσου λοιπόν δίπλα στην κουράδα
Μην το παίζεις μεσσίας
Γιατί και συ είσαι του κατρουλιού
Η συνταγή
Και αν νομίζεις πως σηκώνεις σπαθιά
Και ξεπαστρεύεις κάθε βρωμιά
Σου προτείνω να αγαπήσεις
Τη δική σου χλεμπονιά















Φωνές κατέβαιναν στα γέλια των ματιών μου
τιτίβιζαν ουρλιάζοντας ντροπή
για που σαλπάρισες βρε κόπανε και δώσ’ του
δυο, τρία χαστούκια από των φίλων την οργή.
Να μην γελάς, και να μην δείχνεις τη χαρά σου
μήπως νομίζεις πως διαφέρεις από μας;
μέσα στο λάκκο είσαι βρε τσόγλανε, θυμήσου
και θα σε φάνε τα σαρκοβόρα όπως και μας.
γιατί καλοί μου είστε τόσο αγριεμένοι;
και ποιος σας είπε πως είμαι αλλιώτικος από σας;
μονάχα ένα με ορίζει και δεν το κρύβω
πως ότι συμβαίνει αρχίζει και τελειώνει σε εμάς.
Ας τις μπαρούφες και μην μολύνεις τον αέρα
με τα χαρμόσυνα τερτίπια της ζωής σου,
εδώ είναι ο λάκκος που τον ζέχνει η φοβέρα
της φαγωμάρας και της μάταιης ενοχής σου.
γιατί νομίζετε πως πρέπει να φοβάμαι;
γιατί να ντρέπομαι για ότι είμαι γω;
μονάχα στα τραγούδια δεν λυγάμε
καθώς ο εφιάλτης γίνεται σπέρμα καρπερό.


















μην μου ζητάς να μην μιλώ
μη μου ζητάς μες στην σιωπή να ζήσω
ακόμη και αν ήμουνα νεκρός
θα σου μιλούσα δίχως σε παύση να σταθώ.
υπάρχουν λέξεις που 'ναι σαν του ξυραφιού τη λάμα
και δεν χαρίζουν σε κανένα κερατά
είναι ψυχρές, ατίθασες, εφιάλτη σκάγια
μα είναι προτιμότερες απ' τη βουβή την καταχνιά.
ξέρω πονάνε, γιατί κατρακυλάνε σαν βράχοι
που πλακώνουν την ψυχή
και σαν χασαπομάχαιρα χιμάνε
σε φέτες κόβουν κάθε υπεροπλία αξιοπρεπή.
καλά κάνουν, φίλε μου, και μην φοβάσαι
δεν παύει να είναι αναίμακτα σπαθιά
που κεριά μπορούν να γίνουν και να θυμάσαι
μες στο σκοτάδι είναι απαραίτητα για την
λευτεριά.
κι αν τα λογάκια μου θυμίζουν 21
κοίτα τριγύρω σου και δες με μάτια κλειστά
τα φίδια έρχονται από κάθε γωνιά
και μόνο η ειρωνεία και ο σαρκασμός
μας απομένει
μπας και πάμε πιο πέρα του γκρεμού την κοψιά





















τίποτα ζεστό δεν έχει το τραπέζι
όλα είναι ψόφια και ζέχνουν από κάθε γωνιά
όλα είναι ψόφια σαν δυο χελιδόνια
που τα κάψε ο νοτιάς.

το ποτήρι ραγισμένο, στέκει στην μέση βουβό
με της μούχλας τ' αγκάθια ν' ανθίζουν
στα χείλη που έχουν σπάσει εδώ και καιρό.

τίποτα ζεστό δεν έχει το τραπέζι
μα και η παγωμάρα δεν έχει θέση σ' αυτό
μονάχα η μπόχα θεριεύει
μέσα σε σιγής αγέρωχο θανατικό

















πια δεν αντέχω,
μες στις νιφάδες του αφρού
θα πλεύσω.
σκαμπίλια σε φουσκάλες
εξοργισμένου νερού θα ρίχνω
και τα κοκάλα μου στο βυθό
της θάλασσας θα μπήγω.
εκεί θα στήσω το τσαντίρι
της ελεημοσύνης θυμιατήρι
και τα ψαράκια μες στον καπνό
της τρέλας μου θα κρύβω
στο παραμιλητό να τα μυήσω















σουλάτσα έκαναν τα φίδια
μέσα στις κόρες των ματιών μου,
άπληστα ρούφηξαν το σώμα
των ανυπόστατων θεών μου

δίχως ανάσα μια να πάρω
παρέλυσα απ' την οργή μου,
είδα το λάθος, τη σιωπή μου
σπαρμένα στην καρδιά του φόβου























πλένει το δάκρυ τη γύμνια του
στις χαρακιές της μέρας
με ξινισμένο αίμα ενοχής
που αναβλύζει από κωλοτρυπίδες
περιωπής.
και να σου μια πόρνη
με δύο τόνους βυζιά
για κομπόδεμα,
κυλάει το δάκρυ δίχως ντροπή
με την αιμάτινη την ευωδιά
την αηδιαστική,
δίχως ενοχή πάνω
στις βυζόμπαλες χορεύει
κι αρχίζει ο κώματος και σπέρνει
δάκρυα καθάρια σαν την αυγή
και η ηδονή να στέκει βουβή.













δεν σου ζήτησα συμπόνια
μήτε το φαρμάκι το πικρό
ένα σου ζήτησα καρδιά μου
να μην κατέβεις στον σταθμό

θέλω να φύγω
να πάω στα ξένα
κανένα δεν θέλω
ακόμη και σένα

θέλω μονάχος
το δάκρυ να πιω
θέλω μες στο κλάμα
να χαθώ

να μην τολμήσεις, γλυκιά μου αγάπη
να μην διστάσεις, να με ξεχάσεις
δεν θέλω συμπόνια, μήτε κακία
θέλω να σβήσω μια ιστορία














καπάρωσα τον ταξιτζή
και έκλεισα την πόρτα
του πα να πάμε για καφέ
και χύθηκε στα φώτα

βρε φίλε είναι δύσκολο
να την ξεχάσω δεν μπορώ
είναι γυναίκα του κεφιού
έχει το βλέμμα του παιδιού

ο φίλος μου ο ταξιτζής
δεν μίλησε, δεν γέλασε
μονάχα άκουγε βουβά
που η καρδιά μου μέλι έσταζε



















ήταν βαριά η συννεφιά
ταίριαξε στην καρδιά μου,
τ' όνομά σου ψέλλισα
κ' έσβησε η ματιά μου.

στο χωρισμό μας γίναμε
δυο πέτρες σ' ένα δάκρυ
και κείνο μέσα στον καημό
έχτισε ένα άχτι

και από τότε κουβαλώ
το κρίμα στο λαιμό μου
κ έγινε ο κόσμος φυλακή
και η ζωή το σάβανό μου
_________________

















τα καλντερίμια άναψαν
απ' το περπάτημά σου
από τη φούστα τη σχιστή
έρεε η μοσχοβολιά σου

πως να μην πω στον ουρανό
τ' άστρα του ν' ανάψει
τόσο καλά να φωτιστούν
οι κνήμες σου σαν στάχυ

και το στεγνό χειλάκι μου
πως να το κουλαντρίσω
που όλο στραβώνει προς τα σε
και το λαιμό σου θέλει να φιλήσω
















λαχταρώ να δω τον ουρανό
κλαίω και ποθώ. Πονώ.
χείλια ερμητικά με κοιτούν
αινιγματικά. Μιλιά.
θέλω να τα πιω
μα πως να ψελλίσω το ίσως
φόβο να μην νοιώσουν
για την αγάπη μου και φύγουν.
ίσως να θέλατε μια συντροφιά
για την βραδιά;
ίσως, απόψε, να μην μπορείτε
μα για ένα καφέ
ένα πρωινό στο Λυκαβηττό;
ή μήπως για σινεμαδάκι
ένα απογευματάκι;

Στο μπαλκόνι αυτό, το αντικρινό
κάθε μεσημέρι
δυο χείλη ερμητικά
σαν δυο πουλιά σε γερό κλουβί
στέκουν με κοιτούν και σιωπούν.
μα όλο σιωπούν
ίσως κάτι θέλουν
κάτι που να θέλουν να μου το πουν
μα να μην μπορούν
να μην μπορούν.
και ίσως μόνος μου εγώ
μονάχα εγώ να μπορώ
να δείξω το σ' αγαπώ
να το ψιθυρίσω
με τρόπο μαγικό.
Ίσως

















Σύντομα κοντά μας τα όνειρά μας.
Στη στοά του δρόμου
Με το γράμμα του νόμου
Και σε τιμή ευκαιρίας,
Μια σπαρταριστή κωμωδία.
Μην βιαστούμε, όμως ας διασχίσουμε
Μονάχοι το δρόμο
Και μην φοβηθούμε τον τρόμο.
Να περάσουμε εντίμως κάθε δειλία
Να πατήσουμε με τακτ τα καρφιά της ανίας
Ν’ απολαύσουμε με μέτρο την αγυρτεία
Όλα σε μελοδραματική αξία.
«Στην υγειά μας»
Μια ευχή σχολαστικής παρωδίας.

Σύντομα κοντά μας, μες στα όνειρά μας
Θα βρεθούμε ως ζόμπι να πίνουμε το μυαλό του δότη
Εκείνου του εξωμότη
Που ως καρικατούρα στη ζωή μας
Γελάει με αηδία την κραυγή μας

Tuesday 15 January, 2008

ταβερνοκουβέντες





χώμα τα χέρια του, όπως και το σώμα του
χώμα και τα λόγια του
και όταν έβρεχε
λασπόνερο γινόταν και ταξίδευε
διαλυμένος,
όταν ήλιος έλαμπε τ' απομεινάρια του
στέρεες κουκίδες αντλούσαν φως
και κατόπιν εξέπεμπαν μηνύματα
το ένα προς το άλλο για επανένωση
και πάντα μια νέα μορφή σχημάτιζαν.
Ένα πράγμα μονάχα φοβόταν
το χιόνι όταν γινόταν πάγος
να διαλυθεί δεν μπορούσε
ενώ μπορεί να παρέμενε με την ίδια μορφή
για πολύ καιρό, ίσως και για πάντα.
έτρεμε τη μυθοποίηση,
πίστευε πως ήταν η τρομερή καταδίκη
του μονοδιάστατου









η σημασία του κορμιού
είναι ρίψεις βότσαλων σε ωκεανό
που δεν ορίζεται με νερό
αλλά με όνειρα δίχως τέλος

η σημασία του κορμιού
έχει αιώνια διδαχθεί
μονάχα στη σιωπή του τρελού
και αν κανείς λογικός
αποπειραθεί να τολμήσει
θα αποτύχει ως ανόητος

η σημασία του κορμιού
δεν είναι, μονάχα, δίχως τελειωμό
είναι και δίχως αρχή
ρέει απλώς μέσα μας
ώσπου σε άλλη κατάσταση βρεθούμε
και από το κορμί χαθούμε
εκείνο όμως ποτέ δεν θα χαθεί







αναπολώ τα λόγια
που δεν έχω πει
και τις πράξεις που
δεν έχω κάνει

αναπολώ όσα
δεν μ' έχουν αγγίξει
δεν μου έχουν μιλήσει
εντός μου

αναπολώ τα λάθη
που δεν έκανα
και μαζί τους την αλήθεια
με το σωστό που δεν
συνέλαβα









φορώ το σώμα δίχως το
κορμί μου
και ως κοινότυπος
χάνομαι ανάμεσα μας
και από τον εαυτό μου

ντύνομαι το κορμί μου
και την μια είμαι πέτρα
την άλλη κύκνος
και σε κάποια άλλη στιγμή
αστέρι που ψαλιδίζει
τον ουρανό










ένα βράδυ εκεί που τα ‘πινε είπε:
" θα κάνω φυλαχτό μου τη μαύρη τρύπα"
έκτοτε ο κόσμος του φαινόταν μικροσκοπικός
σαν μινιατούρα των αλλοτινών φόβων του
και ανάλαφρος δίχως κανένα "σαν".
περνούσαν οι φίλοι και του γκρίνιαζαν
και κείνος τους απόπαιρνε,
περνούσαν οι άγνωστοι δίχως να του δίνουν σημασία
και κείνος τους μιλούσε δίχως κανένα παραμιλητό,
περνούσαν οι εχθροί και τον χλεύαζαν
και κείνος τους γελούσε και τους προσκαλούσε για ποτό.
κάποια στιγμή πέρασε και ο χρόνος αγγίζοντας το στην πλάτη
και κείνος δίχως προειδοποίηση βουτά το χρόνο απ' τα μαλλιά
και μαζί χάθηκαν μες στο φυλαχτό του.
από τότε όλοι συνομιλούν σιωπηλά για αυτόν
μονάχα στον ύπνο τους











με κάνεις αλοιφή και χάνομαι
στις ράγες των χεριών σου
αισθάνομαι
αχ πως τα καταφέρνεις
και μες τα μάτια σου
πάλλομαι
πάλλομαι βαθιά στης κόρης
την μαύρη σπηλιά
και στην καρδιά του δακρύου
που στέκει στην γκρεμογωνιά
των βλεφάρων σου
και στέλνω μηνύματα μέσα μου
και ξαφνιάζομαι
ναι ξαφνιάζομαι
γιατί είναι άγνωστα μα ζεστά
και εκστασιάζομαι
με τον άλλο εαυτό μου
που δεν γνωρίζω
εντυπωσιάζομαι
χαχαχαχα
αδύνατον να με συλλάβω
παρά μονάχα μαζί σου
και τίποτα δεν σκιάζομαι













είμαι αγρίμι
ήπια, ήπια
τη σιωπή μου ήπια
στο θολό ποτάμι βούτηξα
και μέσα μου χύθηκα.
Ξύπνησα μες στη φωτιά
μετά από μακρύ ύπνο
στο πουθενά,
ξύπνησα μες σε φλόγες ζωής
να διακτινίζονται μέσα μου
δίχως αλήθεια και ψέμα
ως έκσταση.
Όσο και αν τάξεις στην
γάγγραινα την
αιωνιότητα
εκείνη θα σε φτύσει
όπως φτύνει τον εαυτό της
κι αν τάξεις στο φως τον
θάνατο
εκείνο θα γελάσει
πίσω από τις γρίλιες του
Σκοταδιού.















Στρώσε το ξεψύχισμα
Στης στράτα σου τον ίσκιο
Πιες το δίχως να φοβηθείς
Πιες το με το γέλιο
Και μην νοιαστείς

Απερίσκεπτα στόχεψε την καρδιά σου
Με το ψέμα
Ξανά και ξανά
Ξέσχισε το είναι σου δίχως ντροπή

Στο δάκρυ σου
Στάξε το αίμα σου
Και προχώρα
Μ’ ακούς
Προχώρα!

Σέρνε το σαρκίο σου
Στα δάση της οργή σου
Και θυμήσου
Μονάχα θυμήσου
Το λάθος που δεν έκανες
Στο πάθος που δεν έδωσες

Αρμάτωσε την έγνοια σου
Με θλίψη
Τη μελαγχολία αγκάλιασε
Με θέρμη
Και με ζέση σβήσε σε κάθε
Βήμα
Σε κάθε κύμα
Το χάδι σου

Σβήσε, λοιπόν
Σβήσε !
Και πέταξε το σκουπίδι σου
Σε πηγάδι ονείρου
Και βύθισε την εμμονή σου
Σε φιλί φιδιού

Τι λαχτάρα, θεέ μου
Η άρνησή μου!
Τι λαχτάρα! μέσα της
Να χάνομαι
Και στον μίσχο της
Ν’ ανθίζω
Δίχως ενοχή
ταβερνοκουβέντες


κρύψου, αλλιώς
θα χαθείς!
κρύψου μες στη σκόνη,
αλλιώς θα γελαστείς!
κρύψου, κρύψου!
μα γιατί δεν ακούς;
γιατί;
γιατί!!!!


κοχύλι δεν ήσουν
ποτέ, μήτε
στεφάνι ακροβάτη
για καταγέλαστη
αγάπη

μα μήτε και θάλασσα
μήτε αστραπή
μ' ακούς!
μονάχα δίποδο της
σιωπής είσαι
και αγκίστρι μιας
ψυχής

κρύψου, λοιπόν.
κρύψου και μην φανερωθείς
ακόμη και αν ο ήλιος σου
μιλήσει κάποια αυγή












έλα κλάμα μου
πετάρισε μέσα στο
απόλυτο του μηδενός

τα σημάδια σου να
ιριδίζουν στο φτερούγισμα
της αρμονίας
μέσα στο κενό

έλα κλάμα μου αναβάπτισέ με
χαράζοντας πάνω στο τίποτα
που τριβελίζει την ψυχή μου









περπατώ στο δρόμο και μόνο το σκοτάδι
είναι εδώ
περπατώ και δεν βλέπω και όλο σε λάκκους
πέφτω
πέφτω, πέφτω, πέφτω
και τελειωμό δεν έχω
πέφτω, πέφτω, πέφτω
και όλο μες στη λασπουριά
πλέω

περπατώ στο δρόμο ο ήλιος και το φεγγάρι
δεν είναι εδώ,
περπατώ και μες σε λάκκους με βρομόνερα
τσαλαπατώ,
και όλο κάτι με μαγεύει
και από τον ένα λάκκο στο άλλο
βουτώ και ξαναβουτώ,
και όλο κάτι με σαγηνεύει
και διαρκώς λασπο-μπουρμπουλήθρες
εκπνέω και ωωωωω τι έκπληξη
αναριγώ










περιστεράκι μου γλυκό και χρυσαφένιο
εσύ που σκίζεις τον ουρανό και πας
μηνύματα στον κόσμο το χαμένο,
πάρε ετούτο δω το λογισμό
και κάνε τον γουργουρητό
λεξούλα να μην χάσεις

περιστεράκι μου γλυκό και χρυσαφένιο
άπλωσε τα φτεράκια σου
και τράβα στο σκοπό σου,
τράβα και σαν γεράκι θα βρεθεί
εμπρός σου και σου χιμήξει
γουργούρισε το λογισμό
κ' ευθύς θα σε αφήσει,
και σαν σε ξηρασία μακρά βρεθείς
και δίψα σε στραγγίζει
γουργούρισε ετούτο εδώ το λογισμό
να μην σε φάει η μαύρη δίνη

και σαν θα φτάσεις στο σκαλί του κόσμου
που μάτι δεν επιάνει
μα μήτε και μυαλού κοψιά μπορεί να εσυλλάβει
μην νοηθείς και γελαστείς και γουργουρίσεις απ' έξω
γιατί ποτέ δεν θα το διαβείς
μα και ποτέ δεν θα γυρίσεις πίσω












μες στο λιμάνι του μυαλού μου
στενάζει ο ίσκιος του κορμιού σου
σαν το καράβι που το σύραν
δίχως να το ρωτήσουν καν
μέσα από θαλασσοταραχή
και καταιγίδα.

μες στο λιμάνι του μυαλού μου
ο ίσκιος σου στενάζει και κλαίει
για τη χαρά που του στερούνε
από την παραζάλη που δεν ζούνε
οι φρόνιμοι και μετρημένοι
παρά μονάχα του κόσμου οι
καταδικασμένοι

απ' το λιμάνι του μυαλού μου
ξάφνου ο ίσκιο σου αγριεύει
ορίζει πορεία, σπάει κάβους
και χάνεται αμέσως μες στο κύμα.
αχ το λιμάνι του μυαλού μου
τώρα στενάζει, το κρύο το σκιάζει
έφυγες κ έμεινε μονάχο
δίχως έναν αναστεναγμό
από μουράγιο











βρέχει απ' τη μηχανή του χρόνου
βρέχει παραμύθια
σαν το μήλο που μιλούσε
μέσα στην αγρύπνια.
στο στρατί της συνουσίας
όνειρο με άψη
έφτιαξαν λέει την ουσία
της αλήθειας που μόνο
σε μύθο έχει χάρη.

βρέχει, βρέχει παραμύθια
όλα δίχως μνήμη
το παρόν παραμονεύουν
να του φιλήσουνε
τα χείλη.

βρέχει, λένε, παραμύθια
απ' τη μηχανή του χρόνου,
στο μεδούλι ψιθυρίζουν
πως ο κάθε χρόνος
δεν έχει καν ούτε
μια σταγόνα
ξέχωρο χρόνο

Monday 14 January, 2008

ΤΑΒΕΡΝΟΚΟΥΒΕΝΤΕΣ

ένα κουμάσι είμαι εγώ
και δεν μετράω μία
τα λόγια σου, τα λόγια τους
και τα ξινά τα γέλια τους

δεν χαμπαριάζω μία γω
όσα κι αν μου λες
έτσι είμαι και δεν αλλάζω
όπως γεννήθηκα έτσι και ζω
και έτσι με χαλαλίζω

ένα κουμάσι είμαι εγώ
ένα ρεμάλι του δρόμου
και με κλωτσούν και με κλωτσώ
και μια πίνω εκεί
και μια πίνω εδώ

στον Βαγγέλη, άλλο έναν χριστό που μας άφησε τις ημέρες της γέννησής του θεανθρώπου








έκοψα τις σιωπές μου φέτες
και τις βουτώ μες στο κρασί
και από τότε όλο πίνω
και από τότε δεν τελειώνει το ψωμί

έκανα την κραυγή μου μύλο
και όταν ακούω μια οιμωγή
φτιάχνω αλεύρι, αλέθω σκέψη
φτιάχνω ψωμί με την ελπίδα να
αιμορραγεί



_________________







γκάζια στην λεωφόρο της ηδονής
να βαυκαλίζομαι
και η πάρτη μου να 'ναι το γινάτι μου
αχ άχτι μου

ξεθηκαρώνω το ξίφος μου
ξεσηκώνω τον οίκτο μου
και έχω δυο παιδιά να μου σφυρίζουν
και στις παύσεις να μου θυμίζουν
τα κάλλη μου με τα λάθη μου
ήμαρτον τα εγωπαθή πάθη μου
ααχχχ άχτι μου












είδα στο ύπνο μου ένα λουλούδι
να μου μιλάει όπως το σκυλόψαρο
στα κόμικς όταν μια ανάσα παίρνει
πριν τον Βρούτο να γυρέψει

είδα στον ύπνο μου ένα
λουλούδι σκυλόψαρο να μου μιλάει
είσαι λέει ένα σκουλήκι
που γεννήθηκε τη ζωή του τη μικρή
με μιας να χαλαλίζει

ήθελα λέει, στον ύπνο μου,
ένα λουλούδι να μυρίσω
μα καθώς τη μύτη μου σίμωνα
την ευωδιά του να συλήσω
δυο πέταλα με σαγόνια άνοιξαν
με κάρφωσαν και μες στα αίματα
χάθηκα, χάθηκα,....χαχαχα....













κλείσ’ το κουτί, αλλιώς το κάνω κομμάτια
δεν ξέρω πια τον καιρό να διαβάζω από τα άστρα
και όλο ακούω αυτό τον μουσάτο
ψέματα να μου λέει και να τα χάπτω

κλεις το κουτί, αλλιώς θα του φυτέψω μια σφαίρα
να το βουλώσει μια και καλή
να μην με εμπαίζει με διαφημίσεις ιλουστρασιόν ζωής
και γω το βούρλο να χάβω το μήνυμα
και να γίνομαι σύνθημα εκείνου που καραδοκεί
να μου φάει την ψυχή

κλείσ’ το κουτί, κλείσ’ το ρημάδι, παναθεμά το,
έτσι για λίγο, να δω τον ήλιο όπως τον θέλω
δίχως να μου έχουν βάλει το αλλήθωρο μάτι
με τα δυο κιλά νάζι και το χαμόγελο τσακάλι