Thursday 17 July, 2008

ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΓΙΩΡΓΟ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗ

ΕΡΩΤΑΣ

Αναλλοίωτος παραμένει

Όσοι τον αλλοίωσαν
μαρμάρωσαν στην παραμόρφωσή τους
και έκτοτε
μες σε αιώνιο θάνατο
ως πιστοί τον προσκυνούν
Μα εκείνος αρνείται
ακόμη και τη δική του
θρησκεία










ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΩΤΕΡΟ

Να βρίσκομαι
στις πλέον αντίξοες συνθήκες
Διαβαίνοντας
την κάθε οργή τους
φωτεινός
Των θηρευτών τις παγίδες
να προσπερνώ
Τον έρωτα που μου έκρυψαν
να συναντώ












Ο ΧΡΟΝΟΣ

Ο χρόνος είναι παιχνίδι
του μυαλού
των αριθμών το ψέμα
Η υφή του σώματος
γελά
πέρα απ' το κλάμα
της γέννησης
και του θανάτου
το βλέμμα

Monday 7 July, 2008

Η ΕΞΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΑΠΕΙΡΟΥ

Το απειροελάχιστο είναι
απείρως δυνατότερο
απ' το δυνατό.
Ισχυροί του κόσμου
η ανθεκτίκοτητα της ύπαρξης
δεν σας ανήκει,
μονάχα οι απειροελάχιστα
μηδαμινοί
τον ήλιο κρατούν
και δεν καίγονται,
γιατί είναι
απειρομέγιστα
ανθρώπινοι.

Saturday 5 July, 2008

ΑΥΤΟΝΟΗΤΑ

Ένας δρόμος δεν μου φτάνει
οι πολλοί είναι κάτι
μα στο άπειρο ξεχνιέμαι
και με την υποψία μου
συναντιέμαι

Το παραμύθι έχει λιθάρια
αόρατα και αβαρή είναι
σαν τα αιθέρια σώματα,
που έχουν το νόημα της μάνας
και θρέφουν μες στο χάος
ήλιους και καμπυλώματα

Η παραζάλη μου είναι μεγάλη
σαν τρέχω στων θεών τα χώματα
οι αισθήσεις δεν μιλάνε
μα το απόλυτο και το σχετικό
διαρκώς εντός μου πλάθουν υψώματα


Και είμαι ένα απόλυτο τίποτα
που συνεχώς αναιρώ ότι γεννώ
και έτσι δίχως να καταστρέφω
αδειάζω
και σε όποιο ύψος θέλω
βρίσκομαι και σιωπώ

Thursday 3 July, 2008

ΑΝΤΟΧΗΣ ΠΟΡΕΙΑ

Άρχισε η αντίστροφη μέτρηση
του φαύλου κύκλου
Τα αδιέξοδα του μεγάλου ψεύδους
μας οδηγούν στις κρυφές αλήθειες
Κατάσπαρτες εκείνες μέσα μας
πίνουν το σκοτάδι μας
αντέχοντας.
Γύρω, ένας πολιτισμός διαστρεβλωμένος
όπως ο άνθρωπος εγκλωβισμένος
στο ατροφικό, πια, εγώ.
Η παράνοια του εγωισμού μας
συντρίβεται απ' την συμπαντική ενάργεια.
Η γη θ' αντέξει, ο άνθρωπος
και κείνος θ' αντέξει
το άτομο όμως θα εναρμονιστεί
με τη ροή.
Το πρόσωπο του καθενός
δεν είναι, μονάχα, ένα
είναι πολλά...άπειρα
Στο δικό σου είναι το δικό μου
τα δικά τους είναι δικά μας
Είμαστε ότι είστε και είναι

Sunday 29 June, 2008

ΑΥΤΟΝΟΗΤΑ

Τ' όνειρο μιλάει με τις αισθήσεις
καθώς το μυαλό το πιπιλίζει,
Το δάκρυ κυλά μες στο συναίσθημα
επιβεβαιώνοντας τον εαυτό του
ως κοιτίδα του αυτού συναισθήματος,
Η διαίσθηση ελλοχεύει μες στην
παραίσθηση
ως προζύμι της επιβίωσης,
O χρόνος διατυμπανίζει την κυριαρχία του
κατακερματισμένος στο νου
ευπλαστός στις διαστάσεις του σύμπαντος
ανίκανος να επιβληθεί στην μεταφυσική.
Μα ο δυνάστης είναι μονάχα
ο θεός
με τα άπειρα πρόσωπα
και την αισθητή απουσία του,
ο μόνος τρόπος να τον ανεχτούμε
είναι να μεταμορφώσουμε την ανασφάλεια
σε ενέργεια.

Friday 27 June, 2008

ΑΝΤΟΧΗ

Η αντοχή είναι ιδότητα τυφλή,
σε βρίσκει στην πιο μεγάλη χαρά
και σε φρενάρει
να μην ζυγίσεις με λάθος τρόπο
την αλήθεια
αντίκρυ στο ψέμα.
Άλλοτε πάλι σε κρατά
εκεί που έρπει του θανάτου
η παραξενιά
καθώς η αυτοπεποίθηση ξεχνά
να σε στηρίξει.
Ναι, ναι, ο έρωτας βρίσκεται
παντού
και πάντοτε στο στόμα σε φιλά
ενώ σου κόβει τα φτερά
εκείνα που σου χάρισε στον
πιο γλυκό τον ύπνο.
Άλλες φορές σε βρίσκει
και σε σφυροκοπά
δίχως να νοιάζεται σταλιά
για τη ζωή σου.
Και συ, ανίκανος να ορίσεις
έστω μια στιγμή
μονάχα προσεύχεσαι στην αντοχή
να σε κρατήσει.
Είναι αλήθεια πως η τυφλή
έχει την όραση θεού
και την καρδιά της πέτρας
που σε καθορίζουν

Thursday 26 June, 2008

ΑΝΤΟΧΗ

Καμμένο μυαλό ξεφυλλίζει
αναπνοές σιωπής
μια κοκκίδας.
Εκείνη ανυποχώρητη
απ' τη θέση νηνεμίας,
ανεξάντλητη μες
στη μηδαμινότητά της,
δεν εφορμά μήτε
προς τα μέσα
μήτε κατά
εξωτερικού εχθρού.
Δεν γελά, δεν κλαίει
ούτε χάσκει.
Καμμένο μυαλό
μες στην κοκκίδα του
δεν εξιστορεί
το παρελθόν του,
μες στις στάχτες του
θηλάζει την ύπαρξή του
ως στίγμα του στίγματός του

Tuesday 22 April, 2008

ΔΙΑΦΥΓΗ ΑΠ' ΤΗΝ ΑΠΟΓΝΩΣΗ

Ένα ερείπιο σας μιλά.
Έχει πέτρινες σάρκες
που σπαράζουν
μες στην απόγνωση
του δικού του
μέλλοντος.
Κλείσε τα μάτια
Αγάπη μου,
Ανάσαινε αργά
σε βάθος συναισθήματος
και ξέχνα
όσα σε όρισαν να είσαι.
Είναι αργά
να επανορθώσεις
την ύπαρξή σου,
είναι νωρίς να σχηματίσεις
την τελειότητα
στα μάτια
του σύμπαντος σου.
Ένα ερείπιο μιλά,
η αντοχή του
είναι η πίστη του
και η αλήθεια του.
Το βλέμμα του
έχει γεμίσει με
πάγο
και το γέλιο του
μειδιά.
Περπάτησε
ηλιαχτίδα της νιότης
πάνω του,
στέγνωσε το δάκρυ
το κρυμμένο
στην καρδιά σου!
Μόνο έτσι
θα θυμάσαι ότι σε
πονά
και ξεχνάς!


























Χορός μες στην καρδιά του
Κυλάει
Κρύβεται να μη αντιληφθούν
Οι δειλοί
Την ξεγνοιασιά του

Η ανάσα μιλάει
Απ’ τα άκρα του
Το στόμα είναι νεκρό
Κάνείς δεν ακούει
Τώρα πια,
Κανείς δεν αντέχει
Να ακούει
Μονάχα το γρύλισμα
Του αέρα διεισδύει
Εκεί που ο φόβος
Απαγορεύει







η παρουσία σου εδώ
είναι μονάχα μια απάτη
που τόσο αξίζει όσο ζει
το δάκρυ ως μια παύση

τα παραμύθια είναι ψωμί
που το βουτάμε μες στα γέλια
για να αντέξει το σκοινί
που μας κρατάει απ το ψέμα

τα βήματα της εμμονής
είναι ακόμη μια κλεψύδρα
τα περπατάμε σαν σκυλιά
που όλο οσμίζονται τη δίψα

Thursday 20 March, 2008

ηχώ

Η πόρτα έσβησε τα ίχνη μιας
σαλεμένης καταιγίδας
που κούρνιαζε στα σπλάχνα
της δίψας μου.
Γντουπ!
Όλα έμειναν νοτισμένα
από το υγρό βλέμμα
της χαράς,
μα και ακίνητα
από την αφασία που
μόνο ο κορεσμός της ηδονής
φέρνει.
Στην επόμενη σιγή
η ψύχρα εισέβαλλε απ' το πουθενά
απλώνοντας το γλυκό της μούδιασμα
παντού.
Άρχισαν να ραγίζουν όλα,
μέσα απ τις ρωγμές ξεπηδούσαν
βλέμματα
που απλώνονταν στην ηχώ
της γενετήσιας πράξης
του μικροσκοπικού αλόγου της παναγίας

Thursday 6 March, 2008

τ' όλο είναι η κάθε στιγμή
που αιώνια γίνεται,

ο νόμος είναι το κάθε γιατί
που ανοίγει δρόμο στη σιωπή,

ο θεός είναι η παντοδυναμία
της αδυναμίας
κτίζει κάστρα και επιδυκνείεται,

οι αισθήσεις είναι μόνο η αρχή
που στον βαθύ ύπνο αφοπλίζονται,

η διαίσθηση διαρκώς προκαλείται
απ' την ίδια της την πηγή
την ανθρώπινη πληγή-τον φοβο-

και το δόγμα είναι μια ανάγκη
που διαρκώς αναιρείται
για να επιβεβαιώνεται.
Τι είναι αυτο
που μου ζητάς;
Γιατί με κυνηγάς;
Δεν σου αρκεί
που τρέχω σαν τρελός
με το κορμί
με το μυαλό

Γιατί ουρλιάζεις;
Γιατί σιωπάς;
Δεν μπορείς, απλά
να μιλάς;
Τον τσαμπουκά
που σε πνίγει
γιατί στον λαιμό μου
σαν θηλια τον περνάς;

Ότι σου κλέψαν
χάθηκε,
πάνω σε μένα
μην ξερνάς.
Ότι σου πήραν
πάψε πια
να το μοιρολογάς.
Νοιώθεις λειψός,
να το αλλάξεις
δεν αρκεί ο καιρός,
δεν ειναι πληγή
που θα επουλωθεί
είναι αναπηρία
που την φοράς
πριν ακόμη γεννηθείς,
όταν πεθάνεις
δεν θα σβηστεί.

Tuesday 4 March, 2008

κενή φωνή

κρύβομαι να μην με δεις
και τη σιωπή μου κλέψεις
στα μυστικά της να χαθείς
και πια να μην με θέλεις

γνωρίζω πόσο με ποθείς
γνωρίζω το πως και το γιατί
μα μην θαρρείς πως θα δεχτώ
αμαχητί να σου δοθώ

είναι ο κόσμος μου αλλού
και ο δικός σου κάπου αλλού
αναμεσά τους γέφυρα το κενό
ανύπαρκτη για κάθε λογικό

αν θέλεις, λοιπόν, ένα φιλί
κλείσε τα μάτια να τη διαβείς
τα πατηματά της είναι μες στη φωνή
που λαχταρά τη δική μου σιγή

Monday 3 March, 2008

κάθε πρωί που ξυπνώ
πέφτω επάνω σου,
μα με το βλέμμα μου
συνεχώς αστοχώ να σε πετύχω

κάθε μέρα με μισό χαμόγελο γυρνώ
γιατί μόνο λοξά μπορώ να σε δω
κ' έχω τη θλίψη μου παρηγοριά
και μια ανείπωτη χαρά
να με σκουντά στον ώμο

διαρκώς όλο εσένα κουβαλώ,
ακόμη και στον ύπνο μου
σ' έχω μέσα μου και σου μιλώ
γλυκά και μελαγχολικά
μιας και κατάματα δεν σε αγγίζω

μα σε καποιες στιγμές
ελάχιστες και μαγικές
έχεις ουράνιο τόξο το στόμα σου
το φιλώ και μ' εξαγνίζω

Monday 11 February, 2008

ερωτικά

Δεν μου χρωστάς τίποτα
Και ας τα πήρες όλα
Δεν μου χρωστάς! Ακούς;
Γιατί ότι και αν πήρες
Δεν ήταν τίποτα δικό μου
Δεν ήμουν εγώ! Ακούς;

Ούτε καν ο χρόνος δεν μέτρησε
Από τότε
Ούτε καν όλα τα χάδια
Τα χαμένα,
Τίποτα, με ακούς;
Τίποτα! δεν μέτρησε
Ούτε καν η λησμονιά

Και όσα είπαμε, όσα κάναμε
Μα πιο πολύ αυτά που προδώσαμε
Ακόμη και όλα αυτά ένα τίποτα
Γιατί δεν ήμουν εγώ
Γιατί μήτε εσύ ήσουν
Δεν ήμασταν καν εκεί

Ακόμη και στη σκέψη μου
Ακόμη και στη καρδιά μου
Όλα αυτά που πονάν
Τίποτα δεν ήταν
Και τίποτα δεν θα είναι
Και ας πονάν
Μ’ ακούς;

Δεν με νοιάζει
Ακόμη και αν
δεν με ακούς!
Ακούς;
Δεν με νοιάζει
Έστω και αν σε δω μπροστά μου
Έστω και αν με φιλήσεις ξανά
Έστω και αν γυρίσεις σε μένα,
Για ακόμη μια φορά
Δεν με νοιάζει
Μήτε που δεν με ακούς
Ακούς τι σου λέω;
























Και πάλι μαζί σου
Ξανά σε σένα να γυρνώ
Για να μην σκεφτώ
Για να μην πονέσω
Ακόμη μια φορά

Πάλι σε σένα γυρνώ
Και μέσα σου κρύβομαι
Για να μην με βρουν
Για να μην με καταπιούν
Οι άλλοι, εκείνοι
Που με κυνηγούν

Άνοιξε τα χέρια σου
Και σκέπασέ με
Με τα χάδια σου
Και τα γλυκά τα λόγια σου
Σκέπασέ με, γιατί εσύ
Δεν φοβάσαι
Εσύ γνωρίζεις από δαίμονες
Και δεν δειλιάζεις

Ξανά σε σένα
Μέσα σου να χαθώ
Ξανά από το φόβο μου
Να λιποτακτήσω
Ξανά και από τα λάθη μου
Να διαφύγω

Monday 4 February, 2008

συνδιαλέξεις

Γυναίκα μέσα στο χάος με την άμμο
Να πασπαλίζεις την αυγή σου
Στο λάθος που δεν έχει τάξη
Μήτε αλήθεια μήτε άκρη

Κανόνας δεν σε έπιασε γυναίκα,
Σε νου μονόφθαλμου τιτάνα
Ψευδίζεις λέξεις, πλάθεις συνθέσεις
Δίχως να αναζητάς το νάμα

Αχ πόσο καλά νοιώθεις το χάος
Και με τι χάρη σε κυριεύει,
Σε ατοπήματα της θλίψης
Πέφτεις δίχως να ζητάς ένα χέρι










Και συ που θέλεις να μιλάς
Σε γραμμές κυλώντας του τραίνου,
Σου δίνω λουλούδι της τροχιάς
Που τ’ όνομά του χαράσσει
Στις ράγες του δέους

Έτσι για να μην σιωπήσεις
Και μου ζητάς να καρτεράς
Σε διχογνωμίες και άλλα ξωτικά
Που πίνουν το δάκρυ μες στο ξύδι
Του ανεκπλήρωτου ονείρου
Κερματισμένου από την θλίψη

Saturday 2 February, 2008

ερωτικά

για σένα μιλάω παντού
δίχως να υπολογίζω με ποιον
δίχως να αναρωτιέμαι γιατί
απλά μιλάω για σένα παντού
και δεν με νοιάζει αν ή άλλοι
με ακούν
και δεν με νοιάζει αν τους πληγώνω
ή κάποια τους κρυφή επιθυμία
ακυρώνω
σαν να είμαι εγώ είσαι για μένα
και όταν μιλάω για σένα είμαι εγώ
και δεν υπάρχει μήτε ξάφνου
μήτε το κάπως
και όλα συνέβησαν και συμβαίνουν
σαν να ήταν όπως θα είναι
και μονάχα έτσι είναι,
για σένα μιλάω παντού
και δεν χρειάζεται να μιλώ για σένα
στον εαυτό μου
γιατί είσαι ο ίδιος μου
ο εαυτός











πόσο να κάψω τα λόγια σου
πόσο ακόμη να τα καίω;
και τα παλιά τα όνειρα
που πρόδωσε το ψέμα
πόσο ακόμη να τα κλαίω;

το βλέμμα σου καθώς με άγγιζες
ήταν καλέμι που με έπλαθε
και σ' ένα πικρό μεσόφωτο
άρπαξες το σφυρί
και μες σε ειρωνεία άπληστη
με διέλυσες

δεν είχα θάλασσα να δω
μήτε φεγγάρι να μιλήσω
μόνο κομμάτια στο κενό
είχα για να τα δένω
δίχως μίσος

Sunday 27 January, 2008

ταβερνοκουβέντες

Ο καρχαρίας βυθίστηκε
Στο μελάνι της σουπιάς
Και δόξασε τον ήλιο που χάθηκε
Από τα μάτια του

Πονάει πολύ η νηνεμία του
Αίματος
Πονάει πολύ και η αδιαφορία
Της νιότης
Μα πώς να μην αφεθώ
Στις δαγκάνες της καραβίδας
Και στα πλοκάμια του χταποδιού
Τις δαγκωματιές του νου
Να συλλαβίσω
Βοώντας,
Την ασφυξία της ύπαρξης
Να εξωραΐσω
Εκλιπαρώντας.





















Μίλα, μιλώντας στους κόκκους
Της νύχτας
Όνειρα να λες
Που να έχουν στρειδιού συνήθεια
-Να μην ανοίγουν-
Μονάχα τα χέρια να μπήγουν
Στις κόρες των δακρύων
Που γεννήθηκαν αναίτια
Από κλάμα γέλιου

Μίλα μιλώντας με όνειρα
Που να μην μιλάνε
Μονάχα να καίνε βουβά
Και να μας ξυπνάνε
Με τη θέρμη τους
Στην καρδιά των άστρων

Μίλα μιλώντας στους κόκκους
Της νύχτας με όνειρα
Και μην φοβάσαι
Μονάχα ζήτα
Σύμπαντα να χτίζουν
Από νότες ενστίκτου
Που θα διαφεύγουν
Του μύθου
Πλάθοντάς τον



















Σαπίλες έχουμε μονάχα στο μυαλό
Ρούφα τις δίχως δισταγμό
Με το τσιγκέλι της θλίψης δεν βγάζεις πολλά
Μονάχα αν κολυμβήσεις μες στα σκατά
Και αν μυρίζουν άσχημα μην σε λυπάσαι
Και αν τα τρως μην κάνεις εμετό
Και αν πληθαίνουν να θυμάσαι
Είναι η πρώτη ύλη της φύσης
Για κάθε δημιουργό.
Αν νομίζεις πως ο τελευταίος θα σε λυπηθεί
Στέλνοντας κατάρες, συμφορές
Και την έχθρα ως δύναμη παστρική
Φιλαράκο, θέλεις δεν θες
Εσύ είσαι θεός και θα πληρώσεις
Για κάθε χαμό με τον δικό σου χαμό
Στάσου λοιπόν δίπλα στην κουράδα
Μην το παίζεις μεσσίας
Γιατί και συ είσαι του κατρουλιού
Η συνταγή
Και αν νομίζεις πως σηκώνεις σπαθιά
Και ξεπαστρεύεις κάθε βρωμιά
Σου προτείνω να αγαπήσεις
Τη δική σου χλεμπονιά















Φωνές κατέβαιναν στα γέλια των ματιών μου
τιτίβιζαν ουρλιάζοντας ντροπή
για που σαλπάρισες βρε κόπανε και δώσ’ του
δυο, τρία χαστούκια από των φίλων την οργή.
Να μην γελάς, και να μην δείχνεις τη χαρά σου
μήπως νομίζεις πως διαφέρεις από μας;
μέσα στο λάκκο είσαι βρε τσόγλανε, θυμήσου
και θα σε φάνε τα σαρκοβόρα όπως και μας.
γιατί καλοί μου είστε τόσο αγριεμένοι;
και ποιος σας είπε πως είμαι αλλιώτικος από σας;
μονάχα ένα με ορίζει και δεν το κρύβω
πως ότι συμβαίνει αρχίζει και τελειώνει σε εμάς.
Ας τις μπαρούφες και μην μολύνεις τον αέρα
με τα χαρμόσυνα τερτίπια της ζωής σου,
εδώ είναι ο λάκκος που τον ζέχνει η φοβέρα
της φαγωμάρας και της μάταιης ενοχής σου.
γιατί νομίζετε πως πρέπει να φοβάμαι;
γιατί να ντρέπομαι για ότι είμαι γω;
μονάχα στα τραγούδια δεν λυγάμε
καθώς ο εφιάλτης γίνεται σπέρμα καρπερό.


















μην μου ζητάς να μην μιλώ
μη μου ζητάς μες στην σιωπή να ζήσω
ακόμη και αν ήμουνα νεκρός
θα σου μιλούσα δίχως σε παύση να σταθώ.
υπάρχουν λέξεις που 'ναι σαν του ξυραφιού τη λάμα
και δεν χαρίζουν σε κανένα κερατά
είναι ψυχρές, ατίθασες, εφιάλτη σκάγια
μα είναι προτιμότερες απ' τη βουβή την καταχνιά.
ξέρω πονάνε, γιατί κατρακυλάνε σαν βράχοι
που πλακώνουν την ψυχή
και σαν χασαπομάχαιρα χιμάνε
σε φέτες κόβουν κάθε υπεροπλία αξιοπρεπή.
καλά κάνουν, φίλε μου, και μην φοβάσαι
δεν παύει να είναι αναίμακτα σπαθιά
που κεριά μπορούν να γίνουν και να θυμάσαι
μες στο σκοτάδι είναι απαραίτητα για την
λευτεριά.
κι αν τα λογάκια μου θυμίζουν 21
κοίτα τριγύρω σου και δες με μάτια κλειστά
τα φίδια έρχονται από κάθε γωνιά
και μόνο η ειρωνεία και ο σαρκασμός
μας απομένει
μπας και πάμε πιο πέρα του γκρεμού την κοψιά





















τίποτα ζεστό δεν έχει το τραπέζι
όλα είναι ψόφια και ζέχνουν από κάθε γωνιά
όλα είναι ψόφια σαν δυο χελιδόνια
που τα κάψε ο νοτιάς.

το ποτήρι ραγισμένο, στέκει στην μέση βουβό
με της μούχλας τ' αγκάθια ν' ανθίζουν
στα χείλη που έχουν σπάσει εδώ και καιρό.

τίποτα ζεστό δεν έχει το τραπέζι
μα και η παγωμάρα δεν έχει θέση σ' αυτό
μονάχα η μπόχα θεριεύει
μέσα σε σιγής αγέρωχο θανατικό

















πια δεν αντέχω,
μες στις νιφάδες του αφρού
θα πλεύσω.
σκαμπίλια σε φουσκάλες
εξοργισμένου νερού θα ρίχνω
και τα κοκάλα μου στο βυθό
της θάλασσας θα μπήγω.
εκεί θα στήσω το τσαντίρι
της ελεημοσύνης θυμιατήρι
και τα ψαράκια μες στον καπνό
της τρέλας μου θα κρύβω
στο παραμιλητό να τα μυήσω















σουλάτσα έκαναν τα φίδια
μέσα στις κόρες των ματιών μου,
άπληστα ρούφηξαν το σώμα
των ανυπόστατων θεών μου

δίχως ανάσα μια να πάρω
παρέλυσα απ' την οργή μου,
είδα το λάθος, τη σιωπή μου
σπαρμένα στην καρδιά του φόβου























πλένει το δάκρυ τη γύμνια του
στις χαρακιές της μέρας
με ξινισμένο αίμα ενοχής
που αναβλύζει από κωλοτρυπίδες
περιωπής.
και να σου μια πόρνη
με δύο τόνους βυζιά
για κομπόδεμα,
κυλάει το δάκρυ δίχως ντροπή
με την αιμάτινη την ευωδιά
την αηδιαστική,
δίχως ενοχή πάνω
στις βυζόμπαλες χορεύει
κι αρχίζει ο κώματος και σπέρνει
δάκρυα καθάρια σαν την αυγή
και η ηδονή να στέκει βουβή.













δεν σου ζήτησα συμπόνια
μήτε το φαρμάκι το πικρό
ένα σου ζήτησα καρδιά μου
να μην κατέβεις στον σταθμό

θέλω να φύγω
να πάω στα ξένα
κανένα δεν θέλω
ακόμη και σένα

θέλω μονάχος
το δάκρυ να πιω
θέλω μες στο κλάμα
να χαθώ

να μην τολμήσεις, γλυκιά μου αγάπη
να μην διστάσεις, να με ξεχάσεις
δεν θέλω συμπόνια, μήτε κακία
θέλω να σβήσω μια ιστορία














καπάρωσα τον ταξιτζή
και έκλεισα την πόρτα
του πα να πάμε για καφέ
και χύθηκε στα φώτα

βρε φίλε είναι δύσκολο
να την ξεχάσω δεν μπορώ
είναι γυναίκα του κεφιού
έχει το βλέμμα του παιδιού

ο φίλος μου ο ταξιτζής
δεν μίλησε, δεν γέλασε
μονάχα άκουγε βουβά
που η καρδιά μου μέλι έσταζε



















ήταν βαριά η συννεφιά
ταίριαξε στην καρδιά μου,
τ' όνομά σου ψέλλισα
κ' έσβησε η ματιά μου.

στο χωρισμό μας γίναμε
δυο πέτρες σ' ένα δάκρυ
και κείνο μέσα στον καημό
έχτισε ένα άχτι

και από τότε κουβαλώ
το κρίμα στο λαιμό μου
κ έγινε ο κόσμος φυλακή
και η ζωή το σάβανό μου
_________________

















τα καλντερίμια άναψαν
απ' το περπάτημά σου
από τη φούστα τη σχιστή
έρεε η μοσχοβολιά σου

πως να μην πω στον ουρανό
τ' άστρα του ν' ανάψει
τόσο καλά να φωτιστούν
οι κνήμες σου σαν στάχυ

και το στεγνό χειλάκι μου
πως να το κουλαντρίσω
που όλο στραβώνει προς τα σε
και το λαιμό σου θέλει να φιλήσω
















λαχταρώ να δω τον ουρανό
κλαίω και ποθώ. Πονώ.
χείλια ερμητικά με κοιτούν
αινιγματικά. Μιλιά.
θέλω να τα πιω
μα πως να ψελλίσω το ίσως
φόβο να μην νοιώσουν
για την αγάπη μου και φύγουν.
ίσως να θέλατε μια συντροφιά
για την βραδιά;
ίσως, απόψε, να μην μπορείτε
μα για ένα καφέ
ένα πρωινό στο Λυκαβηττό;
ή μήπως για σινεμαδάκι
ένα απογευματάκι;

Στο μπαλκόνι αυτό, το αντικρινό
κάθε μεσημέρι
δυο χείλη ερμητικά
σαν δυο πουλιά σε γερό κλουβί
στέκουν με κοιτούν και σιωπούν.
μα όλο σιωπούν
ίσως κάτι θέλουν
κάτι που να θέλουν να μου το πουν
μα να μην μπορούν
να μην μπορούν.
και ίσως μόνος μου εγώ
μονάχα εγώ να μπορώ
να δείξω το σ' αγαπώ
να το ψιθυρίσω
με τρόπο μαγικό.
Ίσως

















Σύντομα κοντά μας τα όνειρά μας.
Στη στοά του δρόμου
Με το γράμμα του νόμου
Και σε τιμή ευκαιρίας,
Μια σπαρταριστή κωμωδία.
Μην βιαστούμε, όμως ας διασχίσουμε
Μονάχοι το δρόμο
Και μην φοβηθούμε τον τρόμο.
Να περάσουμε εντίμως κάθε δειλία
Να πατήσουμε με τακτ τα καρφιά της ανίας
Ν’ απολαύσουμε με μέτρο την αγυρτεία
Όλα σε μελοδραματική αξία.
«Στην υγειά μας»
Μια ευχή σχολαστικής παρωδίας.

Σύντομα κοντά μας, μες στα όνειρά μας
Θα βρεθούμε ως ζόμπι να πίνουμε το μυαλό του δότη
Εκείνου του εξωμότη
Που ως καρικατούρα στη ζωή μας
Γελάει με αηδία την κραυγή μας

Tuesday 15 January, 2008

ταβερνοκουβέντες





χώμα τα χέρια του, όπως και το σώμα του
χώμα και τα λόγια του
και όταν έβρεχε
λασπόνερο γινόταν και ταξίδευε
διαλυμένος,
όταν ήλιος έλαμπε τ' απομεινάρια του
στέρεες κουκίδες αντλούσαν φως
και κατόπιν εξέπεμπαν μηνύματα
το ένα προς το άλλο για επανένωση
και πάντα μια νέα μορφή σχημάτιζαν.
Ένα πράγμα μονάχα φοβόταν
το χιόνι όταν γινόταν πάγος
να διαλυθεί δεν μπορούσε
ενώ μπορεί να παρέμενε με την ίδια μορφή
για πολύ καιρό, ίσως και για πάντα.
έτρεμε τη μυθοποίηση,
πίστευε πως ήταν η τρομερή καταδίκη
του μονοδιάστατου









η σημασία του κορμιού
είναι ρίψεις βότσαλων σε ωκεανό
που δεν ορίζεται με νερό
αλλά με όνειρα δίχως τέλος

η σημασία του κορμιού
έχει αιώνια διδαχθεί
μονάχα στη σιωπή του τρελού
και αν κανείς λογικός
αποπειραθεί να τολμήσει
θα αποτύχει ως ανόητος

η σημασία του κορμιού
δεν είναι, μονάχα, δίχως τελειωμό
είναι και δίχως αρχή
ρέει απλώς μέσα μας
ώσπου σε άλλη κατάσταση βρεθούμε
και από το κορμί χαθούμε
εκείνο όμως ποτέ δεν θα χαθεί







αναπολώ τα λόγια
που δεν έχω πει
και τις πράξεις που
δεν έχω κάνει

αναπολώ όσα
δεν μ' έχουν αγγίξει
δεν μου έχουν μιλήσει
εντός μου

αναπολώ τα λάθη
που δεν έκανα
και μαζί τους την αλήθεια
με το σωστό που δεν
συνέλαβα









φορώ το σώμα δίχως το
κορμί μου
και ως κοινότυπος
χάνομαι ανάμεσα μας
και από τον εαυτό μου

ντύνομαι το κορμί μου
και την μια είμαι πέτρα
την άλλη κύκνος
και σε κάποια άλλη στιγμή
αστέρι που ψαλιδίζει
τον ουρανό










ένα βράδυ εκεί που τα ‘πινε είπε:
" θα κάνω φυλαχτό μου τη μαύρη τρύπα"
έκτοτε ο κόσμος του φαινόταν μικροσκοπικός
σαν μινιατούρα των αλλοτινών φόβων του
και ανάλαφρος δίχως κανένα "σαν".
περνούσαν οι φίλοι και του γκρίνιαζαν
και κείνος τους απόπαιρνε,
περνούσαν οι άγνωστοι δίχως να του δίνουν σημασία
και κείνος τους μιλούσε δίχως κανένα παραμιλητό,
περνούσαν οι εχθροί και τον χλεύαζαν
και κείνος τους γελούσε και τους προσκαλούσε για ποτό.
κάποια στιγμή πέρασε και ο χρόνος αγγίζοντας το στην πλάτη
και κείνος δίχως προειδοποίηση βουτά το χρόνο απ' τα μαλλιά
και μαζί χάθηκαν μες στο φυλαχτό του.
από τότε όλοι συνομιλούν σιωπηλά για αυτόν
μονάχα στον ύπνο τους











με κάνεις αλοιφή και χάνομαι
στις ράγες των χεριών σου
αισθάνομαι
αχ πως τα καταφέρνεις
και μες τα μάτια σου
πάλλομαι
πάλλομαι βαθιά στης κόρης
την μαύρη σπηλιά
και στην καρδιά του δακρύου
που στέκει στην γκρεμογωνιά
των βλεφάρων σου
και στέλνω μηνύματα μέσα μου
και ξαφνιάζομαι
ναι ξαφνιάζομαι
γιατί είναι άγνωστα μα ζεστά
και εκστασιάζομαι
με τον άλλο εαυτό μου
που δεν γνωρίζω
εντυπωσιάζομαι
χαχαχαχα
αδύνατον να με συλλάβω
παρά μονάχα μαζί σου
και τίποτα δεν σκιάζομαι













είμαι αγρίμι
ήπια, ήπια
τη σιωπή μου ήπια
στο θολό ποτάμι βούτηξα
και μέσα μου χύθηκα.
Ξύπνησα μες στη φωτιά
μετά από μακρύ ύπνο
στο πουθενά,
ξύπνησα μες σε φλόγες ζωής
να διακτινίζονται μέσα μου
δίχως αλήθεια και ψέμα
ως έκσταση.
Όσο και αν τάξεις στην
γάγγραινα την
αιωνιότητα
εκείνη θα σε φτύσει
όπως φτύνει τον εαυτό της
κι αν τάξεις στο φως τον
θάνατο
εκείνο θα γελάσει
πίσω από τις γρίλιες του
Σκοταδιού.















Στρώσε το ξεψύχισμα
Στης στράτα σου τον ίσκιο
Πιες το δίχως να φοβηθείς
Πιες το με το γέλιο
Και μην νοιαστείς

Απερίσκεπτα στόχεψε την καρδιά σου
Με το ψέμα
Ξανά και ξανά
Ξέσχισε το είναι σου δίχως ντροπή

Στο δάκρυ σου
Στάξε το αίμα σου
Και προχώρα
Μ’ ακούς
Προχώρα!

Σέρνε το σαρκίο σου
Στα δάση της οργή σου
Και θυμήσου
Μονάχα θυμήσου
Το λάθος που δεν έκανες
Στο πάθος που δεν έδωσες

Αρμάτωσε την έγνοια σου
Με θλίψη
Τη μελαγχολία αγκάλιασε
Με θέρμη
Και με ζέση σβήσε σε κάθε
Βήμα
Σε κάθε κύμα
Το χάδι σου

Σβήσε, λοιπόν
Σβήσε !
Και πέταξε το σκουπίδι σου
Σε πηγάδι ονείρου
Και βύθισε την εμμονή σου
Σε φιλί φιδιού

Τι λαχτάρα, θεέ μου
Η άρνησή μου!
Τι λαχτάρα! μέσα της
Να χάνομαι
Και στον μίσχο της
Ν’ ανθίζω
Δίχως ενοχή
ταβερνοκουβέντες


κρύψου, αλλιώς
θα χαθείς!
κρύψου μες στη σκόνη,
αλλιώς θα γελαστείς!
κρύψου, κρύψου!
μα γιατί δεν ακούς;
γιατί;
γιατί!!!!


κοχύλι δεν ήσουν
ποτέ, μήτε
στεφάνι ακροβάτη
για καταγέλαστη
αγάπη

μα μήτε και θάλασσα
μήτε αστραπή
μ' ακούς!
μονάχα δίποδο της
σιωπής είσαι
και αγκίστρι μιας
ψυχής

κρύψου, λοιπόν.
κρύψου και μην φανερωθείς
ακόμη και αν ο ήλιος σου
μιλήσει κάποια αυγή












έλα κλάμα μου
πετάρισε μέσα στο
απόλυτο του μηδενός

τα σημάδια σου να
ιριδίζουν στο φτερούγισμα
της αρμονίας
μέσα στο κενό

έλα κλάμα μου αναβάπτισέ με
χαράζοντας πάνω στο τίποτα
που τριβελίζει την ψυχή μου









περπατώ στο δρόμο και μόνο το σκοτάδι
είναι εδώ
περπατώ και δεν βλέπω και όλο σε λάκκους
πέφτω
πέφτω, πέφτω, πέφτω
και τελειωμό δεν έχω
πέφτω, πέφτω, πέφτω
και όλο μες στη λασπουριά
πλέω

περπατώ στο δρόμο ο ήλιος και το φεγγάρι
δεν είναι εδώ,
περπατώ και μες σε λάκκους με βρομόνερα
τσαλαπατώ,
και όλο κάτι με μαγεύει
και από τον ένα λάκκο στο άλλο
βουτώ και ξαναβουτώ,
και όλο κάτι με σαγηνεύει
και διαρκώς λασπο-μπουρμπουλήθρες
εκπνέω και ωωωωω τι έκπληξη
αναριγώ










περιστεράκι μου γλυκό και χρυσαφένιο
εσύ που σκίζεις τον ουρανό και πας
μηνύματα στον κόσμο το χαμένο,
πάρε ετούτο δω το λογισμό
και κάνε τον γουργουρητό
λεξούλα να μην χάσεις

περιστεράκι μου γλυκό και χρυσαφένιο
άπλωσε τα φτεράκια σου
και τράβα στο σκοπό σου,
τράβα και σαν γεράκι θα βρεθεί
εμπρός σου και σου χιμήξει
γουργούρισε το λογισμό
κ' ευθύς θα σε αφήσει,
και σαν σε ξηρασία μακρά βρεθείς
και δίψα σε στραγγίζει
γουργούρισε ετούτο εδώ το λογισμό
να μην σε φάει η μαύρη δίνη

και σαν θα φτάσεις στο σκαλί του κόσμου
που μάτι δεν επιάνει
μα μήτε και μυαλού κοψιά μπορεί να εσυλλάβει
μην νοηθείς και γελαστείς και γουργουρίσεις απ' έξω
γιατί ποτέ δεν θα το διαβείς
μα και ποτέ δεν θα γυρίσεις πίσω












μες στο λιμάνι του μυαλού μου
στενάζει ο ίσκιος του κορμιού σου
σαν το καράβι που το σύραν
δίχως να το ρωτήσουν καν
μέσα από θαλασσοταραχή
και καταιγίδα.

μες στο λιμάνι του μυαλού μου
ο ίσκιος σου στενάζει και κλαίει
για τη χαρά που του στερούνε
από την παραζάλη που δεν ζούνε
οι φρόνιμοι και μετρημένοι
παρά μονάχα του κόσμου οι
καταδικασμένοι

απ' το λιμάνι του μυαλού μου
ξάφνου ο ίσκιο σου αγριεύει
ορίζει πορεία, σπάει κάβους
και χάνεται αμέσως μες στο κύμα.
αχ το λιμάνι του μυαλού μου
τώρα στενάζει, το κρύο το σκιάζει
έφυγες κ έμεινε μονάχο
δίχως έναν αναστεναγμό
από μουράγιο











βρέχει απ' τη μηχανή του χρόνου
βρέχει παραμύθια
σαν το μήλο που μιλούσε
μέσα στην αγρύπνια.
στο στρατί της συνουσίας
όνειρο με άψη
έφτιαξαν λέει την ουσία
της αλήθειας που μόνο
σε μύθο έχει χάρη.

βρέχει, βρέχει παραμύθια
όλα δίχως μνήμη
το παρόν παραμονεύουν
να του φιλήσουνε
τα χείλη.

βρέχει, λένε, παραμύθια
απ' τη μηχανή του χρόνου,
στο μεδούλι ψιθυρίζουν
πως ο κάθε χρόνος
δεν έχει καν ούτε
μια σταγόνα
ξέχωρο χρόνο

Monday 14 January, 2008

ΤΑΒΕΡΝΟΚΟΥΒΕΝΤΕΣ

ένα κουμάσι είμαι εγώ
και δεν μετράω μία
τα λόγια σου, τα λόγια τους
και τα ξινά τα γέλια τους

δεν χαμπαριάζω μία γω
όσα κι αν μου λες
έτσι είμαι και δεν αλλάζω
όπως γεννήθηκα έτσι και ζω
και έτσι με χαλαλίζω

ένα κουμάσι είμαι εγώ
ένα ρεμάλι του δρόμου
και με κλωτσούν και με κλωτσώ
και μια πίνω εκεί
και μια πίνω εδώ

στον Βαγγέλη, άλλο έναν χριστό που μας άφησε τις ημέρες της γέννησής του θεανθρώπου








έκοψα τις σιωπές μου φέτες
και τις βουτώ μες στο κρασί
και από τότε όλο πίνω
και από τότε δεν τελειώνει το ψωμί

έκανα την κραυγή μου μύλο
και όταν ακούω μια οιμωγή
φτιάχνω αλεύρι, αλέθω σκέψη
φτιάχνω ψωμί με την ελπίδα να
αιμορραγεί



_________________







γκάζια στην λεωφόρο της ηδονής
να βαυκαλίζομαι
και η πάρτη μου να 'ναι το γινάτι μου
αχ άχτι μου

ξεθηκαρώνω το ξίφος μου
ξεσηκώνω τον οίκτο μου
και έχω δυο παιδιά να μου σφυρίζουν
και στις παύσεις να μου θυμίζουν
τα κάλλη μου με τα λάθη μου
ήμαρτον τα εγωπαθή πάθη μου
ααχχχ άχτι μου












είδα στο ύπνο μου ένα λουλούδι
να μου μιλάει όπως το σκυλόψαρο
στα κόμικς όταν μια ανάσα παίρνει
πριν τον Βρούτο να γυρέψει

είδα στον ύπνο μου ένα
λουλούδι σκυλόψαρο να μου μιλάει
είσαι λέει ένα σκουλήκι
που γεννήθηκε τη ζωή του τη μικρή
με μιας να χαλαλίζει

ήθελα λέει, στον ύπνο μου,
ένα λουλούδι να μυρίσω
μα καθώς τη μύτη μου σίμωνα
την ευωδιά του να συλήσω
δυο πέταλα με σαγόνια άνοιξαν
με κάρφωσαν και μες στα αίματα
χάθηκα, χάθηκα,....χαχαχα....













κλείσ’ το κουτί, αλλιώς το κάνω κομμάτια
δεν ξέρω πια τον καιρό να διαβάζω από τα άστρα
και όλο ακούω αυτό τον μουσάτο
ψέματα να μου λέει και να τα χάπτω

κλεις το κουτί, αλλιώς θα του φυτέψω μια σφαίρα
να το βουλώσει μια και καλή
να μην με εμπαίζει με διαφημίσεις ιλουστρασιόν ζωής
και γω το βούρλο να χάβω το μήνυμα
και να γίνομαι σύνθημα εκείνου που καραδοκεί
να μου φάει την ψυχή

κλείσ’ το κουτί, κλείσ’ το ρημάδι, παναθεμά το,
έτσι για λίγο, να δω τον ήλιο όπως τον θέλω
δίχως να μου έχουν βάλει το αλλήθωρο μάτι
με τα δυο κιλά νάζι και το χαμόγελο τσακάλι